- τόξοισι
- τόξονbowneut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ARIETHUS Tegeates — laudatur ab Hygino in Poet. astron. l. 2. c. 1. et. 6. ubi vocat cum bistorarum scriptorem, nisi corrigendum Areithous, quod verum putat Voss. l. 3. de Hist. Craec. p. 331. qui addit, Sane et Areithous Κορονήτης legere est, apud Pausau. in… … Hofmann J. Lexicon universale
CORYNETA vel CORINETES — CORYNETA, vel CORINETES latro famosissimus, Vulcani filius, cum iuxta Epidaurum hospites clavâ quâdam, quae Graecis κορύνη dictur, trucidatet (unde et hoc nominis sibi sumpsit, cum prius Periphatus vocaretur) a Theseo fuit interfectus. Suid. Plut … Hofmann J. Lexicon universale
εναίρω — ἐναίρω και ἐνναίρω (Α) 1. φονεύω, σκοτώνω σε μάχη (α. «ἐκ τοῡ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας ἐναίρω», Ομ. Ιλ.) β) «κάπρους τ ἔναιρε», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) φθείρω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω … Dictionary of Greek
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek